- επαγγελτικός
- -ή, -ό (Α ἐπαγγελτικός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ..επίρρ...έπαγγελτικώςμε τρόπο υποσχετικό.
Dictionary of Greek. 2013.